- συμπαραπλέοντος
- συμπαραπλέωsail along with alsopres part act masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαραπλέω — Α [παραπλέω] 1. πλέω κοντά σε κάποιον 2. (κατ επέκτ.) παρακολουθώ κάποιον πλέοντας κοντά του («αὐτὸς μὲν ἄγων πεζῇ τὴν δύναμιν, Δημητρίου δὲ... στόλῳ συμπαραπλέοντος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek